- χαμαλίκα
- η, Ν1. πάνινο επίστρωμα στην πλάτη αχθοφόρου, με το οποίο υποβοηθείται η μεταφορά φορτίου, η τύλη2. μτφ. μεταφορά κάποιου πάνω στην πλάτη άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χαμαλίκι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαλίκα — η το επίστρωμα πάνω στη ράχη του αχθοφόρου για υποβάσταση του φορτίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσώμι — το / προσώμιν ΝΜ υπόστρωμα που τοποθετείται από τους εργάτες ή τους αχθοφόρους μεταξύ τού ώμου και τού φορτίου για να μην τρίβεται η ράχη, αλλ. χαμαλίκα νεοελλ. χοντρό ύφασμα που μπαίνει στον ώμο για στήριξη τής στάμνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… … Dictionary of Greek
χαμάλικος — η, ο, Ν [χαμάλης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε χαμάλη, χαμαλίτικος («χαμάλικη δουλειά»). επίρρ... χαμάλικα Ν με χαμάλικο τρόπο … Dictionary of Greek